
Οι κτύποι του ρολογιού ακούστηκαν δυνατά και η πανέμορφη Τουλίπα μου εξαφανίστηκε μπροστά από τα μάτια μου... Αυτή ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπα και αν ήθελα να την ξαναδώ έπρεπε να τρέξω ξωπίσω της. Κράτησα στο μυαλό μου την τελευταία της εικόνα όσο πιο ζωντανή... Τα μάτια μου έμειναν για λίγο κλειστά για να την κρατήσω εκεί και όταν τα άνοιξα είδα ότι είχε ξεχάσει τη χτένα της δίπλα μου. Την κράτησα για λίγο στα χέρια μου και σκέφτηκα πόσο μου άρεζε να της χτενίζω τα μακριά, ξανθά μαλλιά της..
Χρειαζόμουν μια μέρα και μια νύχτα για να φτάσω στην άλλη πλευρά της χώρας, οπότε πήρα μαζί μου ένα κομμάτι ψωμί, το ξύλινο σπαθί μου, τη χτένα της καλής μου, τις αναμνήσεις μου και ξεκίνησα αμέσως αφήνοντας πίσω τον βαλτότοπο και την φτωχική καλύβα.
Περπατούσα αρκετή ώρα όταν είδα μια λίμνη με όμορφους κύκνους, τους κοίταξα και σκέφτηκα να καθίσω εκεί κοντά να φαω λίγο ψωμί και να πιω λίγο νερό. Την ώρα που πλησίασα στην λίμνη άκουσα έναν όμορφο κύκνο να με φωνάζει.
«Ψιτ....ψιτ....κουφός είσαι;»
«Α.... δεν έχεις καθόλου τρόπους κύκνε..»
«Όχι και κύκνε!! Είμαι μια όμορφη πριγκιποπούλα....»
«Ναι καλά έτσι λετε όλες... πες τι θέλεις...»
«Να...πείνασα και βαρέθηκα σαρδέλα, σαρδέλα... λεπιάσαμε.... μήπως έχεις τίποτα καλύτερο; Και θα σου πω από που να πας για να κόψεις δρόμο μην κοψομεσιαστείς».
Κοίταξα το μοναδικό ξεροκόμματο που είχα και ξανακοίταξα τον κύκνο που μου την είχε δώσει και είχε αρχίσει να μου φαίνεται κακάσχημος πλέον και το ξανασκέφτηκα. Δε βαριέσαι είπα... Αν είναι να γλιτώσω δρόμο...
« Έλα πάρε» του είπα «από που να πάω;» ....μου είπε και δεν έχασα ούτε λεπτό, συνέχισα αμέσως.
Ήταν καλό σχετικά το μονοπάτι. Στον δρόμο, πέτυχα μεν κάτι σαχλούς τύπους που φορούσαν κάτι στάχυα και κάτι σιδερένια ρομποτικά ρούχα μαζί με ένα κοριτσάκι, έκανα το σταυρό μου και συνέχισα.
Αμάν.. τα παπούτσια μου ξεχαρβαλιάστηκαν, σκέφτηκα αλλά δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την σκέψη μου, ξάφνου μπροστά μου πετάχτηκε ένα αστείο πραγματικά γατί με κατακόκκινα γυαλιστερά υποδήματα. Το μάτι μου έμεινε στις στεγνές, λίγο ντεμοντέ βέβαια, αλλά σίγουρα πιο ανατομικές από τα σανδάλια μου, μπότες του.
«Είμαι ο παπουτσωμένος γάτος!! Το ονοματάκι σου; » μου λέει..
« Εχχμμμ.... είμαι ο μαγεμένος από την Πριγκίπισσά μου, άνθρωπος..»
«Περίεργο το ονοματάκι σου..» μου φάνηκε λίγο ότι ήθελε να πιάσει συζήτηση και εγώ βιαζόμουν, οπότε του είπα σταράτα.
«Ανταλλάζω το ξύλινο σπαθί μου με τις μπότες σου. Μέσα;»
«O…..ou… but of course…..!! ένα ξύλινο σπαθί έχει πλάκα...». Τις φόρεσα και συνέχισα ευθείς.
Ένιωσα ανάλαφρος σαν πουλί με αυτά τα παπουτσάκια... Δεν περπατούσα απλά, αλλά πετούσα, μέχρι που άρχισε να με κόβει πραγματικά λόρδα... Εκείνη την ώρα βλέπω μία γριούλα με κάτασπρα μαλλιά, κατάμαυρα ρούχα, καμπουριαστή, με γαμψή μύτη και τεράστιες κρεατοελιές επάνω, να κρατάει ένα καλάθι με λαχταριστά καλογυαλισμένα μήλα.
«Θέλεις ένα; ; ;» Με ρώτησε καλοσυνάτα. Τι γλυκιά που είναι σκέφτηκα.
«Αχ... ναι... ευχαριστώ». Πήρα το μήλο που μου έδωσε και λίγο πριν το βάλω στο στόμα και το δαγκώσω συνειδητοποίησα ότι μάλλον είχα χαθεί. Κοίταξα τριγύρω και τότε είδα ένα λεπτό αγοράκι με κόκκινα ρούχα να με κοιτάει σαν χαμένο.
«Συγνώμη»... του είπα «μήπως ξέρεις που βρίσκομαι;»
«Όχι» μου είπε και τότε έγινε κάτι απίστευτο.... ξαφνικά μεγάλωσε η μύτη του! Το καημένο, σκέφτηκα, δεν έχει τίποτα να φαει, για αυτό είναι τόσο αδύνατο, του συμβαίνουν και περίεργα πράγματα... είναι σε χειρότερη θέση από μένα. Καλύτερα να του δώσω το μήλο.
«Έλα. Πάρε ένα μήλο. Θέλεις;»
«Ναι» μου είπε και εγώ συνέχισα υπερήφανος για την πράξη μου νιώθοντας ξαφνικά τέτοια πληρότητα που....... παναγίτσα μου.... τι θόρυβος ήταν τούτος..... σαν να έπεσε κούτσουρο ακούστηκε από κάπου πίσω μου.... Τελοσπάντων συνέχισα.
Ξεροψημένες μπακετούλες..... σνίφ!!!! Φρέσκο φυστικοβούτηρο, Κρέπες γεμάτες με νουτέλα, φράουλες, φρεσκοψημένο κέικ και σουφλέ, ζαχαρωτά, μιάμμμμ...... θεούλη μου, θα πέσω κάτω! και ξαφνικά τι βλέπω μπροστά μου? ? το σπίτι των ονείρων μου! Ένα σπιτάκι φτιαγμένο μόνο από λιχουδιές. Έτρεξα καταπάνω του και άρχισα να μασουλάω όπου έβρισκα. Καθώς έτρωγα λαίμαργα ένα δοκάρι του σπιτιού συνάντησα δυο υπέροχα παιδάκια που καταβρόχθιζαν και αυτά από ένα παραθυρόφυλλο. Χορτάσαμε, κρατήσαμε και λίγες καραμέλες για τον δρόμο και ξεκινήσαμε μαζί. Μου κράτησαν καλή παρεούλα για λίγο αν και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τα παιδιά της σημερινής κοινωνίας δεν μπορούν να σταματήσουν να σπαταλάνε το φαγητό τους και το σκορπούσαν στο δρόμο.
Αφού χωριστήκαμε και βρήκα πλέον τον σωστό δρόμο για το παλάτι, συνάντησα έναν κύριο, ονόματι Τζάκ και μου χάρισε κάτι φασόλια. Τον ευχαρίστησα και του έδωσα τις καραμέλες που είχα πάρει από το ζαχαρένιο σπίτι. Είχα χορτάσει και κράτησα τα φασόλια για μετά, αλλά με τόσα γλυκά έπρεπε να βρω οπωσδήποτε νερό.
Κοίταξα πιο προσεκτικά μήπως και υπάρχει κανένα ρυάκι εκεί τριγύρω αλλά τίποτα. Πρέπει να περπατούσα ώρες όταν είδα πεταμένο στο έδαφος ένα σκεύος σαν αυτά που βάζουν μέσα τσάι ή κάτι τέτοιο. Το σήκωσα και κοίταξα μήπως και υπήρχε μέσα τίποτα που να πίνεται για παράδειγμα, λίγο νερό. Δυστυχώς… Άδειο. Το κράτησα λίγο και το κοίταξα. Όμορφο είναι. Σκέφτηκα. Αλλά λίγο σκονισμένο. Και λόγο των ψυχαναγκαστικών μου θεμάτων το έτριψα με το μανίκι μου για να το καθαρίσω από την σκόνη. Τότε τσουφ....!! εμφανίστηκε μπροστά μου ένα γαλάζιο πνεύμα. Σήμερα είναι η μέρα των τρελών!! Σκέφτηκα.
«Ποιος είσαι πάλι εσύ;» ρώτησα
«Είμαι το τζίνι σου!! Και είμαι έτοιμος να εκτελέσω μία σου επιθυμία!!»
«Ότι θέλω;»
«Ναι! Ότι θέλεις» μου είπε
«Θέλω την Πριγκίπισσά μου!! Την πριγκίπισσα Τουλίπα!!»
«Και εγώ θέλω ένα χαλβά Φαρσάλων αλλά δεν μπορώ να τον φαω..! Αφού είμαι πνεύμα.. και τι κρίμα… είναι αστείος έτσι που είναι σαν σαπουνάκι...»
«Συγνώμη!! Εσύ δεν είπες ΟΤΙ ΘΕΛΩ??»
«Χμμ...ναι εδώ έχεις ένα δίκιο και επειδή υπάρχει ένα τεχνικό πρόβλημα, χμμμ.... δηλαδή επειδή αυτό που ζητάς είναι ένας άνθρωπος και ο διακτινισμός συμβαίνει μόνο στα παραμύθια..... anyway… ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ! Άλλο? Θέλεις καμία βίλα, κανένα κότερο, κανένα καζίνο? Λίρες.... πολλές... όσες θέλεις!»
«Θα ήθελα λίγο νερό»
«Νερό;» ρώτησε το τζίνι παίρνοντας ένα απορημένο ύφος
«Ναι καλέ. Νερό να πιω. Τι ούτε και αυτό δεν γίνεται; Α.... μούφα τζίνι είσαι.»
«Λοιπόν ορίστε νερό να πιεις και επειδή εσύ είσαι κουτούτσικο συν το ότι στην χώρα μου αυτόν τον καιρό έχει εκποίηση πάρε και ένα μαγικό ιπτάμενο χαλί, τελευταίας πλέξης.....» αλλά εγώ δεν τον άκουγα, είχα ήδη ανέβει και πετούσα.....
Μα ναι!! Αυτό ήταν. Είχα φτάσει! Σε λίγο θα έβλεπα την αγάπη της ζωής μου!....και ...τους χιλιάδες μνηστήρες που θα την περιτριγυρίζουν. Α! Δεν είναι σωστό.. δεν θέλω κόμπλεξ, ζήλιες και υστερίες, σκέφτηκα. Θα την κερδίσω με το σπαθί μου!.. και ας μην έχω.. κάτι θα βρω..
Την είδα!! Ήταν εκεί! Πανέμορφη! Την είδα από το παραθύρι της κάμαράς της. Κοιμόταν… Αχ το αγγελούδι μου… Τι όμορφη που είναι… Είναι η πανέμορφη «Ωραία Κοιμισμένη Μου….!!» σκέφτηκα. Περίμενα πώς και πώς να περάσω το τεστ και να την παντρευτώ!
Η αλήθεια είναι ότι όταν οι μνηστήρες είδαν τους δράκους περισσότεροι από τους μισούς ίσα που πρόλαβαν να τα μαζέψουν και να εξαφανιστούν σε δευτερόλεπτα. Κάποιοι λίγοι που μείναμε παλέψαμε. Εγώ δεν είχα ξίφος και έτσι έτρεχα μέχρι να βρω από κανέναν πεσόντα στη μάχη. Δίπλα μου πολεμούσαν και κάποιοι περίεργοι τύποι που δεν κατάλαβα ακριβώς τι ήρθαν να κάνουν εκεί, γιατί έλεγαν συνέχεια «όλοι για έναν και ένας για όλους..» αυτοί μάλλον θα είναι ερωτευμένοι μεταξύ τους, το έλυσαν λοιπόν το πρόβλημά τους. Τι ήρθαν να κάνουν εδώ...
Τα ποδαράκια μου πιάστηκαν από το τρέξιμο. Ωστόσο καλές βγήκαν αυτές οι μπότες. Έτρεχα από κεφάλι σε κεφάλι του δράκου, για να μη με πετύχει (θυμίζει κάτι σε ηρωικό obscure!) Αχά!!! Να ένα ξίφος.. Έτρεξα να το πάρω και εκείνη την στιγμή γλίστρησα σε κάτι πεταμένα στο έδαφος λέπια του δράκου και μου έπεσαν τα μαγικά φασόλια από την τσέπη. Ο δράκος σταμάτησε να γρυλίζει και με κοίταξε για λίγα λεπτά... όλοι με κοίταξαν για λίγα λεπτά.... τότε ο δράκος άρπαξε με μια κίνηση νίντζα τα φασόλια και τα καταβρόχθισε! Πεινούσε το τερατάκι... σκέφτηκα και τότε μεμιάς.... ο δράκος, φύτρωσε! Έγινε δέντρο! Κάτι σε στυλ φοίνικα. Ναι αυτό ήταν! Είχα νικήσει τον δράκο!! Δεν κατάλαβα πως ακριβώς, φτάνει που κατέβηκε ο βασιλιάς από τον θρόνο του και μου είπε
«Έξυπνο. Μπράβο. Πήγαινε τώρα στην πριγκίπισσα που σε περιμένει στο παραθύρι της να την γνωρίσεις. Είσαι ο μελλοντικός γαμπρός!»
Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από συγκίνηση!! Πήγα τρέχοντας στον κήπο του παλατιού και βρέθηκα κάτω ακριβώς από το παραθύρι της Πριγκίπισσας Τουλίπας. Ευτυχώς δεν μου ζήτησε να της κάνω καντάδα για πρόταση γάμου σκέφτηκα, γιατί που να βρεις κιθάρα τέτοια ώρα... Κοίταξα στο παράθυρο και ..... μα ..... αυτή η κοπέλα μοιάζει με την Πριγκίπισσά μου αλλά ...
«Πιάσε τα μαλλιά μου» μου είπε «Και έλα μην αργείς».
Δεν ξέρω….για να δούμε… και τότε έβγαλα την χτένα της καλής μου και πήγα να της χτενίσω τα μαλλιά. Αλλά δεν χτενιζόταν. Η χτένα δεν κουνιόταν. Τότε το επιβεβαίωσα.
«Δεν είσαι εσύ η Πριγκίπισσα μου!» φώναξα και έτρεξα πίσω στον βασιλιά.
«Που είναι η Πριγκίπισσα Τουλίπα;» του φώναξα? «Δεν ήταν εκείνη που μου είπες» Ο βασιλιάς σαστισμένος μου είπε.
«Πέρασες και το δεύτερο τεστ. Μία μάγισσα έκανε μάγια σε μια ξένη να είναι ολόιδια με την κόρη μου και εσύ αναγνώρισες ότι δεν ήταν εκείνη. Μπράβο. Τώρα πραγματικά μπορείς να παντρευτείς την κόρη μου». και άρχισε η μουσική.
Η Πριγκίπισσα Τουλίπα πλησίασε και φίλησε τον νεαρό Τούλιπ και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς.... υπήρξαμε και καλύτερα...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου